< Ἀλαλκομένιος
ἀλάλκω >
ἀλαλκτήρια λιμοῦ·
τὰ δυνάμενα ἀλαλκεῖν καὶ ἀπέργειν τὸν λιμόν
Zonar. (prob. corrupción por ἀλκτήρια, cf. ἀλκτήριος).